αφνειός

From LSJ
Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244

Greek Monolingual

ἀφνειός, -όν και -ός, -ή, -όν και ἀφνεός, -ά, -όν) (Α)
1. εύπορος, πλούσιος
2. άφθονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άφενος, με κατάλ. -ιος. Δηλ. αντί αφενε(σ)-ιος, με συγκοπή του άτονου -ε- μεταξύ του -φ- και του -ν-. Ο τ. μαρτυρείται στον Όμηρο, Ησίοδο, Θέογνι και με τη μορφή αφνεός στους λυρικούς και τραγικούς ποιητές].