απόδημος

From LSJ
Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀπόδημος, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται μακριά από την πατρίδα του, ο ξενιτεμένος
2. φρ. «ο απόδημος ελληνισμός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + δήμος «εδαφική περιοχή, συνήθως για να δηλώσει τον τόπο καταγωγής κάποιου»].