ελληνισμός
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
Greek Monolingual
ο (AM ἑλληνισμός)
νεοελλ.
1. το σύνολο όλων τών Ελλήνων ή τών Ελλήνων που ζουν σε ξένη περιοχή («ολόκληρος ο ελληνισμός», «ο ελληνισμός της διασποράς», «ο ελληνισμός της Αυστραλίας»)
2. ο ελληνικός πολιτισμός και η ελληνική παράδοση
3. η περίοδος μετά τον Μέγα Αλέξανδρο, οπότε διαδόθηκε στην ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή ο ελληνικός πολιτισμός ώς την επιβολή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας
αρχ.-μσν.
ειδωλολατρία, η αρχαία θρησκεία
αρχ.
1. η μίμηση του πολιτισμού τών Ελλήνων
2. (για λόγο) η χρήση καθαρής ελληνικής γλώσσας
3. η χρήση της Κοινής, σε αντίθεση προς την αττική διάλεκτο.