ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
αμάχη1. δημιουργώ αμάχη ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα, τους κάνω εχθρούς τον ένα με τον άλλο2. έχω αμάχη με κάποιον, τον μισώ3. βάζω κάτι ενέχυρο, υποθηκεύω.