διπλαρώνω

From LSJ
Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320

Greek Monolingual


1. παίρνω θέση στο πλάι, πλησιάζω κάποιον με υστεροβουλία
2. ναυτ. φέρνω το πλοίο στο πλάι άλλου πλοίου ή κρηπιδώματος, πλευρίζω
3. (για πλοίο) καθώς φυσά ο άνεμος γέρνω προς τη μία πλευρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διπλάρω + (κατάλ.) -ώνω].