διευθυντήριο
From LSJ
Greek Monolingual
το
1. το γραφείο του διευθυντή μιας υπηρεσίας
2. ονομασία της πενταμελούς εκτελεστικής επιτροπής στη Γαλλία από το 1795 ώς το 1799
3. ονομασία τών πρώτων πολιτικών εξουσιών στην Πελοπόννησο στην Επανάσταση του 1821
4. συμβούλιο ή ομάδα με υπερβολικές ή αυταρχικές εξουσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. directoire). Η λ. διευθυντήριον μαρτυρείται από το 1782 στον Αδαμάντιο Κοραή].