ψύκτης
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
Greek Monolingual
ο, Ν
1. ο θάλαμος κατάψυξης του ψυγείου
2. οικιακή συσκευή κατάψυξης και διατήρησης τροφίμων, καταψύκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψύχω (ΙΙ) + επίθημα -της].