ωοκύτταρο
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
Greek Monolingual
το, Ν
1. ζωολ. α) κύτταρο που αποτελεί το στάδιο διαφοροποίησης του θηλυκού γαμέτη κατά την ωογένεση
β) ο θηλυκός γαμέτης τών εντόμων πριν από την ωρίμασή του
2. βοτ. ο θηλυκός γαμέτης τών ανώτερων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ωό(ν) «αβγό» + κύτταρο. Η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. ovocyte / oocyte].