ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox
(I)τὸ, Αὡρεῑον, σιταποθήκη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὡρεῖον «αποθήκη σιτηρών» + -λόγιον].———————— (II)τὸ, ΜΑβλ. ωρολόγιο.