ωχρότητα
From LSJ
Γονεῖς δὲ τίμα καὶ φίλους εὐεργέτει → Reverens parentum sis, amicis beneficus → Die Eltern ehre, deinen Freunden tue wohl
Greek Monolingual
η / ὠχρότης, -ητος, ΝΜΑ ὠχρός
η ιδιότητα του ωχρού, χλομάδα, κιτρινάδα («κεχρωμένον ὠχρότητι», Γαλ.)
νεοελλ.
αποχρωματισμός, ξεθώριασμα.