αβάντζα

From LSJ
Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source

Greek Monolingual

και -ντσα, η και αβάντσο και -ντζο, το
1. πλεονέκτημα, κέρδος, αβάντα
2. προκαταβολή
3. φρ. «πάμε αβάντζο» — συνηθίζεται στα χαρτιά, το μπιλιάρδο ή το τάβλι, όταν οι παίχτες ζητούν παράταση σε παιχνίδι που έληξε χωρίς αποτέλεσμα ή νικητή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. avanzo (= πλεόνασμα, κέρδος)].