αγανεύω

From LSJ
Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135

Greek Monolingual

αγανός
1. κάνω κάτι αγανό, χαλαρό, χαλαρώνω, ξεσφίγγω
2. (για ύφανση) υφαίνω ή πλέκω αγανά, αραιά και όχι κρουστά
3. γίνομαι αραιός, χαλαρός, πλέκομαι ή υφαίνομαι αραιά
4. καταπραΰνω τον θυμό μου, ηρεμώ.