ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
(AM ἐνταφιάζω)
τοποθετώ τον νεκρό μέσα στον τάφο, θάβω
νεοελλ.
φρ. «ενταφιάζω τις ελπίδες...» — θάβω, καθιστώ αδύνατη την πραγματοποίηση τών ελπίδων.