επιστεγάζω
From LSJ
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
Greek Monolingual
(AM ἐπιστεγάζω)
σκεπάζω οίκημα με στέγη, προσθέτω τη στέγη
νεοελλ.
ολοκληρώνω έργο ή προσφορά με μια αξιόλογη τελική πράξη.