ἐπιστεγάζω

From LSJ

Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 207
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστεγάζω Medium diacritics: ἐπιστεγάζω Low diacritics: επιστεγάζω Capitals: ΕΠΙΣΤΕΓΑΖΩ
Transliteration A: epistegázō Transliteration B: epistegazō Transliteration C: epistegazo Beta Code: e)pistega/zw

English (LSJ)

roof over, οἴκημα δοκοῖς Ctes.Fr.20.

German (Pape)

[Seite 983] bedecken, bedachen, τὸ οἴκημα δοκοῖς Ctes. bei Ath. XII, 529 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστεγάζω: ἐπιθέτω στέγνην, ἐπεστέγασε τὸ οἴκημα δοκοῖς παχείαις Κρητίας παρ’ Ἀθην. 529C. ― Ἴδε Ἡσύχ. ἐν λ. ἐπέρεψα.

Greek Monolingual

(AM ἐπιστεγάζω)
σκεπάζω οίκημα με στέγη, προσθέτω τη στέγη
νεοελλ.
ολοκληρώνω έργο ή προσφορά με μια αξιόλογη τελική πράξη.