ἐπιστεγάζω
From LSJ
Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
English (LSJ)
roof over, οἴκημα δοκοῖς Ctes.Fr.20.
German (Pape)
[Seite 983] bedecken, bedachen, τὸ οἴκημα δοκοῖς Ctes. bei Ath. XII, 529 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστεγάζω: ἐπιθέτω στέγνην, ἐπεστέγασε τὸ οἴκημα δοκοῖς παχείαις Κρητίας παρ’ Ἀθην. 529C. ― Ἴδε Ἡσύχ. ἐν λ. ἐπέρεψα.
Greek Monolingual
(AM ἐπιστεγάζω)
σκεπάζω οίκημα με στέγη, προσθέτω τη στέγη
νεοελλ.
ολοκληρώνω έργο ή προσφορά με μια αξιόλογη τελική πράξη.