ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
ο (AM ἐπενδύτης) επενδύω
πανωφόρι
νεοελλ.
1. χοντρό πανωφόρι
2. κοντή χλαίνη
αρχ.
χιτώνας που φοριόταν πάνω από άλλο χιτώνα («καὶ ἐξεδύσαντο Ἰωνάθαν τὸν ἐπενδύτην τὸν ἐπάνω», ΠΔ).