ἐπενδύτης
Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete
English (LSJ)
[ῠ], ου, ὁ, robe or garment worn over another, Ps.-Thesp.1, S.Fr.439, LXX 1 Ki. 18.4; ἐ. χιτών Nicoch.5, cf. Ael. Dion.Fr.325, Poll.7.45.
German (Pape)
[Seite 915] ὁ, = ἐπένδυμα, Soph. frg. 391 u. Nicochar. bei Poll. 7, 45.
Russian (Dvoretsky)
ἐπενδύτης: ου (ῠ) ὁ Soph., NT = ἐπένουμα.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπενδύτης: ῠ, ου, ὁ, χιτὼν φορούμενος ἄνωθεν ἑτέρου χιτῶνος, Σουΐδ. ἐν λ. ὑποδύτης, «ὑποδύτην τὸ ἐσωτερικὸν ἱμάτιον, ἐπενδύτην δὲ τὸ ἐπάνω», πρβλ. Ψευδο-Θέσπιν παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 45, Σοφ. Ἀποσπ. 391· φέρε νῦν ταχέως χιτῶνα τόνδ’ ἐπενδύτην Νικοχάρης ἐν «Ἡρακλεῖ χορηγῷ» 1.
English (Strong)
from ἐπενδύομαι; a wrapper, i.e. outer garment: fisher's coat.
English (Thayer)
ἐπενδυτου, ὁ (ἐπενδύνω or ἐπενδύω, which see (cf. Winer's Grammar, 25; 94 (90))), an upper garment (Tertullian superindumentum): Sophocles fragment 391Dindorf (248 Ahrens): Pollux 7,45, p. 717); the Sept. twice (thrice) for מְעִיל, Alex.); Alex.).)
Greek Monolingual
ο (AM ἐπενδύτης) επενδύω
πανωφόρι
νεοελλ.
1. χοντρό πανωφόρι
2. κοντή χλαίνη
αρχ.
χιτώνας που φοριόταν πάνω από άλλο χιτώνα («καὶ ἐξεδύσαντο Ἰωνάθαν τὸν ἐπενδύτην τὸν ἐπάνω», ΠΔ).
Chinese
原文音譯:™pendÚthj 誒普-恩-低帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在上-在內-滑脫
字義溯源:便袍,外衣;源自(ἐπενδύομαι)=為自己穿著);由(ἐπί)*=在⋯上)與(ἐνδύω)=穿上衣服)組成,其中 (ἐνδύω)由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在)與(δύνω)=落下)組成,而 (δύνω)出自(δυσφημία)X*=沉)
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編:
1) 外衣(1) 約21:7
French (New Testament)
ου (ὁ) vêtement de dessus ; manteau
ἐπενδύομαι