ἐπενδύτης

From LSJ

Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete

Plato, Symposium, 192e10
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπενδύτης Medium diacritics: ἐπενδύτης Low diacritics: επενδύτης Capitals: ΕΠΕΝΔΥΤΗΣ
Transliteration A: ependýtēs Transliteration B: ependytēs Transliteration C: ependytis Beta Code: e)pendu/ths

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ, robe or garment worn over another, Ps.-Thesp.1, S.Fr.439, LXX 1 Ki. 18.4; ἐ. χιτών Nicoch.5, cf. Ael. Dion.Fr.325, Poll.7.45.

German (Pape)

[Seite 915] ὁ, = ἐπένδυμα, Soph. frg. 391 u. Nicochar. bei Poll. 7, 45.

Russian (Dvoretsky)

ἐπενδύτης: ου (ῠ) ὁ Soph., NT = ἐπένουμα.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπενδύτης: ῠ, ου, ὁ, χιτὼν φορούμενος ἄνωθεν ἑτέρου χιτῶνος, Σουΐδ. ἐν λ. ὑποδύτης, «ὑποδύτην τὸ ἐσωτερικὸν ἱμάτιον, ἐπενδύτην δὲ τὸ ἐπάνω», πρβλ. Ψευδο-Θέσπιν παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 45, Σοφ. Ἀποσπ. 391· φέρε νῦν ταχέως χιτῶνα τόνδ’ ἐπενδύτην Νικοχάρης ἐν «Ἡρακλεῖ χορηγῷ» 1.

English (Strong)

from ἐπενδύομαι; a wrapper, i.e. outer garment: fisher's coat.

English (Thayer)

ἐπενδυτου, ὁ (ἐπενδύνω or ἐπενδύω, which see (cf. Winer's Grammar, 25; 94 (90))), an upper garment (Tertullian superindumentum): Sophocles fragment 391Dindorf (248 Ahrens): Pollux 7,45, p. 717); the Sept. twice (thrice) for מְעִיל, Alex.); Alex.).)

Greek Monolingual

ο (AM ἐπενδύτης) επενδύω
πανωφόρι
νεοελλ.
1. χοντρό πανωφόρι
2. κοντή χλαίνη
αρχ.
χιτώνας που φοριόταν πάνω από άλλο χιτώνα («καὶ ἐξεδύσαντο Ἰωνάθαν τὸν ἐπενδύτην τὸν ἐπάνω», ΠΔ).

Chinese

原文音譯:™pendÚthj 誒普-恩-低帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在上-在內-滑脫
字義溯源:便袍,外衣;源自(ἐπενδύομαι)=為自己穿著);由(ἐπί)*=在⋯上)與(ἐνδύω)=穿上衣服)組成,其中 (ἐνδύω)由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在)與(δύνω)=落下)組成,而 (δύνω)出自(δυσφημία)X*=沉)
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編
1) 外衣(1) 約21:7

French (New Testament)

ου (ὁ) vêtement de dessus ; manteau
ἐπενδύομαι