επιδημώ

From LSJ
Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἦθος προκρίνειν χρημάτων γαμοῦντα δεῖ → Ex moribus, non aere, nupturam aestima → Bewerte den Charakter nicht das Geld der Braut

Menander, Monostichoi, 211

Greek Monolingual

(AM ἐπιδημῶ, -έω) επίδημος
1. μένω στην πατρίδα μου ή στον τόπο κατοικίας μου
2. διαμένω προσωρινά σε έναν τόπο
3. (για τον Χριστό) έρχομαι στη Γη και μένω ανάμεσα στους ανθρώπους («ἐπεδήμησεν ἐν κόσμῳ»)
4. (για νόσο) παρουσιάζομαι και διαδίδομαι σε έναν τόπο
αρχ.-μσν.
1. επιστρέφω
2. φθάνω
3. βρίσκομαι στη ζωή, ζω
αρχ.
επισκέπτομαι.