επιδημώ
From LSJ
Ἦθος προκρίνειν χρημάτων γαμοῦντα δεῖ → Ex moribus, non aere, nupturam aestima → Bewerte den Charakter nicht das Geld der Braut
Greek Monolingual
(AM ἐπιδημῶ, -έω) επίδημος
1. μένω στην πατρίδα μου ή στον τόπο κατοικίας μου
2. διαμένω προσωρινά σε έναν τόπο
3. (για τον Χριστό) έρχομαι στη Γη και μένω ανάμεσα στους ανθρώπους («ἐπεδήμησεν ἐν κόσμῳ»)
4. (για νόσο) παρουσιάζομαι και διαδίδομαι σε έναν τόπο
αρχ.-μσν.
1. επιστρέφω
2. φθάνω
3. βρίσκομαι στη ζωή, ζω
αρχ.
επισκέπτομαι.