εξάλλομαι

From LSJ
Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source

Greek Monolingual

ἐξάλλομαι (Α) άλλομαι
1. πηδώ προς τα εμπρός («ἐμμεμαὼς [[[λέων]]] βαθέως ἐξάλλεται αὐλῆς», Ομ. Ιλ.)
2. τινάζομαι από τη θέση μου
3. (για ψάρι) πηδώ έξω από το νερό
4. (για μέλος του σώματος) εξαρθρώνομαι
5. (για τροχό) τινάζομαι έξω από τον άξονα
6. (για άλογα) στέκομαι όρθιος στα πίσω πόδια
7. πρήζομαι, εξογκώνομαι
9. καταφεύγω («πρὸς τὸ πρῶτον ἐκεῑνο... ἐξάλλονται», Πλούτ.).