επίτιμος
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἐπίτιμος, -ον)
αυτός που απολαμβάνει όλα τα δικαιώματα και προνόμια του ελεύθερου πολίτη («πάντας ἀνθρώπους ἑκόντες συγγενεῖς κτησώμεθα κἀπιτίμους καὶ πολίτας», Αριστοφ.)
νεοελλ.
αυτός που έχει τιμητικά κάποιο τίτλο χωρίς να έχει και τα ανάλογα δικαιώματα ή καθήκοντα (α. «επίτιμος δημότης» β. επίτιμος καθηγητής πανεπιστημίου»
αρχ.
1. αυτός που έχει αξία, ο πολύτιμος
2. αυτός που υπόκειται σε ποινή
3. λαθραίος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίτιμον
πρόστιμο, πειθαρχική ποινή, επιτίμιο.
επίρρ...
ἐπιτίμως
αρχ.
εντίμως, με τρόπο επίτιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τιμή.