επίτιμος
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἐπίτιμος, -ον)
αυτός που απολαμβάνει όλα τα δικαιώματα και προνόμια του ελεύθερου πολίτη («πάντας ἀνθρώπους ἑκόντες συγγενεῖς κτησώμεθα κἀπιτίμους καὶ πολίτας», Αριστοφ.)
νεοελλ.
αυτός που έχει τιμητικά κάποιο τίτλο χωρίς να έχει και τα ανάλογα δικαιώματα ή καθήκοντα (α. «επίτιμος δημότης» β. επίτιμος καθηγητής πανεπιστημίου»
αρχ.
1. αυτός που έχει αξία, ο πολύτιμος
2. αυτός που υπόκειται σε ποινή
3. λαθραίος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίτιμον
πρόστιμο, πειθαρχική ποινή, επιτίμιο.
επίρρ...
ἐπιτίμως
αρχ.
εντίμως, με τρόπο επίτιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τιμή.