ἐπίτιμος
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
English (LSJ)
ἐπίτιμον, of a citizen,
A in possession of his rights and franchises (τιμαί), opp. ἄτιμος (q.v.), Ar.Ra.702, And.1.73, Th.5.34, X.HG2.2.11, etc.; χρήματα ἐπίτιμα property not confiscated, though the owner was in exile, Lexap.D.23.44.
II valuable, Agath.1.8.
2 subject to penalty: hence, contraband, ἐλαϊκόν PTeb.39.10 (ii B.C.).
3 Subst. ἐπίτιμον, τό, = ἐπιτίμιον 2, SIG685.81(pl., Crete, ii B.C.), PRev.Laws 43.8 (iii B.C.), Test.Epict.6.31, PGen.1.20.15 (ii B.C.), etc.
German (Pape)
[Seite 994] in Ehren, geehrt, so heißt bes. der Bürger, der in vollem Genusse aller seiner bürgerlichen Rechte ist, Gegensatz ἄτιμος, Andoc. 1, 73; Lys. 6, 13; Din. 2, 2 u. sonst oft bei den Rednern; vgl. Thuc. 5, 34; Xen. Hell. 2, 2, 10. Auch χρήματα ἐπίτιμα, Dem. 23, 44, im Gesetz, das unversehrte Vermögen eines Bürgers, der wegen unvorsätzlichen Todtschlages entflohen ist. – Adv., Clem. Al.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
honoré, particul. à Athènes qui jouit de tous ses droits et privilèges.
Étymologie: ἐπί, τιμή.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίτῑμος: юр.
1 пользующийся всей полнотой гражданских прав и преимуществ, полноправный Thuc., Arph., Lys., Xen.;
2 присвоенный полноправному гражданину (στρατεία Plut.);
3 не подлежащий (или не подвергнувшийся) конфискации (χρήματα Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίτῑμος: -ον, ἐπὶ πολίτου, ὁ ἀπολαύων πάντων τῶν δικαιωμάτων ἐλευθέρου πολίτου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἄτιμος (ὃ ἴδε), Ἀριστοφ. Βάτρ. 702, Ἀνδοκ. 10. 12, Θουκ. 5. 34, Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 11, κτλ.· χρήματα ἐπ., περιουσία μὴ δημευθεῖσα ἂν καὶ ὁ κύριος αὐτῆς διετέλει ἐν ἐξορίᾳ, Νόμος παρὰ Δημ. 634. 13. 2) ἔχων ἀξίαν, πολύτιμος, Ἀγαθ. 31, 10. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπίτιμον· πλούσιον. τιμωρόν· τιμητόν». ΙΙ. Ἐπιρρ. -μως, ἐντίμως, Κλήμ. Ἀλ. 507.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἐπίτιμος, -ον)
αυτός που απολαμβάνει όλα τα δικαιώματα και προνόμια του ελεύθερου πολίτη («πάντας ἀνθρώπους ἑκόντες συγγενεῖς κτησώμεθα κἀπιτίμους καὶ πολίτας», Αριστοφ.)
νεοελλ.
αυτός που έχει τιμητικά κάποιο τίτλο χωρίς να έχει και τα ανάλογα δικαιώματα ή καθήκοντα (α. «επίτιμος δημότης» β. επίτιμος καθηγητής πανεπιστημίου»
αρχ.
1. αυτός που έχει αξία, ο πολύτιμος
2. αυτός που υπόκειται σε ποινή
3. λαθραίος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίτιμον
πρόστιμο, πειθαρχική ποινή, επιτίμιο.
επίρρ...
ἐπιτίμως
αρχ.
εντίμως, με τρόπο επίτιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τιμή.
Greek Monotonic
ἐπίτῑμος: -ον (τιμή), λέγεται για πολίτη, αυτός που κατέχει το σύνολο των πολιτικών δικαιωμάτων και προνομίων (τιμαί), αντίθ. προς το ἄτιμος, σε Αριστοφ., Θουκ.
Middle Liddell
ἐπί-τῑμος, ον τιμή
of a citizen, in possession of his rights and franchises (τιμαί), opp. to ἄτιμος, Ar., Thuc.
English (Woodhouse)
possessed of civil rights, possessed of the franchice
Lexicon Thucydideum
honestus, is cui ad honores accedere licet, respectable, eligible to office, 5.34.2, [Cod. Bas. Codex Basileensis ἐπὶ τιμῇ], Ibid. in the same place