εὐάμπελος

From LSJ
Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐάμπελος Medium diacritics: εὐάμπελος Low diacritics: ευάμπελος Capitals: ΕΥΑΜΠΕΛΟΣ
Transliteration A: euámpelos Transliteration B: euampelos Transliteration C: evampelos Beta Code: eu)a/mpelos

English (LSJ)

ον,

   A with fine vines, E.Fr.530.3, Str.3.3.1, al.: epith. of Dionysus, AP9.524.6.

Greek (Liddell-Scott)

εὐάμπελος: -ον, ἔχων ὡραίας ἀμπέλους, Στράβ. 152, 247, 269: - ἐπίθ. τοῦ Διονύσου, Ἀνθ. Π. 9. 524.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles vignes.
Étymologie: εὖ, ἄμπελος.

Greek Monolingual

εὐάμπελος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ωραία αμπέλια («Σαλαμῑνα τὴν εὐάμπελον», Στράβ.)
2. αυτός που είναι κατάλληλος για ωραία αμπέλια
3. επίθ. του Διονύσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άμπελος].