αιγόθριξ
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
Greek Monolingual
(-τριχος), ο, η
ο αιγότριχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ-γὸς + θρίξ- η λ. πλάστηκε από τον συγγραφέα Νικόλαο Δραγούμη ως επίθετο της λ. επενδύτης].