εύσχημος

From LSJ
Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὔσχημος, -ον)
αυτός που έχει ωραίο σχήμα, ευπρεπή εμφάνιση, ο κόσμιος
νεοελλ.
αυτός που είναι επιφανειακά δικαιολογημένος, ο ευλογοφανής («εύσχημη άρνηση»).
επίρρ...
ευσχήμως (Α εὐσχήμως)
με τρόπο εύσχημο, ευπρεπώς, αξιοπρεπώς
νεοελλ.
ευλογοφανώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σχημος (< σχήμα), πρβλ. ά-σχημος, μεγαλό-σχημος].