ἐχιδνότοκος

From LSJ
Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt

Menander, Monostichoi, 165
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχιδνότοκος Medium diacritics: ἐχιδνότοκος Low diacritics: εχιδνότοκος Capitals: ΕΧΙΔΝΟΤΟΚΟΣ
Transliteration A: echidnótokos Transliteration B: echidnotokos Transliteration C: echidnotokos Beta Code: e)xidno/tokos

English (LSJ)

ον,

   A born of a viper, Anon.Prog.9in Rh.1.626 W.

German (Pape)

[Seite 1126] natternerzeugt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχιδνότοκος: -ον, ὁ γεννηθεὶς ἐξ ἐχίδνης, Κ. Μανασσ. Χρον. σ. 85D, κλ.

Greek Monolingual

ἐχιδνότοκος, -ον (ΑΜ)
ο γεννημένος από έχιδνα
μσν.
μτφ. ο γεννημένος από αμαρτωλή ή κακεντρεχή γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα + -τοκος (< τίκτω), πρβλ. αρτί-τοκος, πυρί-τοκος].