οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well
-ες (ΑΜ ἐχιδνώδης, -ες) έχιδναεχιδνοειδήςνεοελλ.(για τόπους) ο γεμάτος έχιδνεςμσν.μτφ. δόλιος, κακεντρεχής («ἐχιδνώδης Φαραώ», Κ. Μανασσ.).