τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
-ές (Μ αἱμοχαρής)
αυτός που χαίρεται βλέποντας να χύνεται αίμα, αιμοδιψής, κακούργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + -χαρὴς < ἐχάρην, αόρ. του χαίρω.