μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
-ή, -ό (Μ αἰνιγματικός)όμοιος με αίνιγμα, ασαφής, σκοτεινός.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἴνιγμα.ΠΑΡ. νεοελλ. αινιγματικότητα].