Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
-ή, -ό1. μυτερός, οξύς, σουβλερός2. δηκτικός, καυστικός, τσουχτερός.[ΕΤΥΜΟΛ. < αιχμή.ΠΑΡ. αιχμηρότητα].