ζάρωμα
From LSJ
Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ → The unexamined life is not worth living
Greek Monolingual
το ζαρώνω
σχηματισμός πτυχών ή ρυτίδων, πτύχωση, σούφρωμα, ρυτίδωση.
Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ → The unexamined life is not worth living
το ζαρώνω
σχηματισμός πτυχών ή ρυτίδων, πτύχωση, σούφρωμα, ρυτίδωση.