ηθικότητα
From LSJ
Μηκέθ᾽ ὅλως περὶ τοῦ οἷόν τινα εἶναι τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα διαλέγεσθαι, ἀλλὰ εἶναι τοιοῦτον. → Waste no more time arguing what a good man should be. Be one.
Μηκέθ᾽ ὅλως περὶ τοῦ οἷόν τινα εἶναι τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα διαλέγεσθαι, ἀλλὰ εἶναι τοιοῦτον. → Waste no more time arguing what a good man should be. Be one.
η (Α ἠθικότης) ηθικός
νεοελλ.
1. η ιδιότητα του ηθικού ανθρώπου, χρηστότητα, τιμιότητα, αρετή
2. (φιλοσ.) η συμφωνία της βούλησης προς τον ηθικό νόμο η οποία προέρχεται από αγνή διάθεση
αρχ.
ο ηθικός λόγος, η προσήνεια, η ευπροσηγορία.