ημισεύω
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
ἡμισεύω (AM) ήμισυς
1. διαιρώ κάτι στα δύο, σμικρύνω κατά το ήμισυ διχοτομώ, μεσιάζω
2. βράζω κάτι ώσπου να μείνει το μισό.