ενθλώ

From LSJ
Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277

Greek Monolingual

(Α ἐνθλῶ, -άω και ιων. τ. ἐνθλάω) θλω
κοιλαίνω κάτι πιέζοντας το προς τα μέσα, ενθλίβω, ζουλώ
αρχ.
εγχαράσσω, αποτυπώνω πάνω σε νόμισμα.