ζουλώ

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88

Greek Monolingual

-άω και ζουλίζω
συμπιέζω, συνθλίβω, πατηκώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. ζουλίζω < μσν. ζουλίζω < διυλίζω (πρβλ. πιθ. ετυμολ. του σγουρός/ ζγουρός < δίυγρος). Ο τ. ζουλώ είναι μεταπλασμένος ενεστ. του ζουλίζω].