ἐνηρόσιον
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
English (LSJ)
τό,
A rent for corn-land, ἐ. τῶν ἱερῶν χωρίων Inscr.Delos 314.168 (iii B.C.): also in pl., ἐνηρόσια, τά, IG11(2).142.20, 144A9, al. (Delos, iv B.C.); cf. ἐναράτιον. II right of tillage, SIG1044.18 (Halic., iv/iii B.C.). III gloss on γαλάσιον, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνηρόσιον: τό, μίσθωμα προερχόμενον ἐκ μισθώσεως ἀροσίμου γῆς, Ἐπιγρ. Δήλου ΒCH. 1882, 6 ff., Ι. 145.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): ἐνειρ- ID 456A.8, 461Aa.15 (ambas II a.C.); ἐνηρέ- TAM 2.1037.7 (Licia) en Bull.Epigr.1949.179, Phot.ε 930
en sg. o plu. renta, alquiler pagado por el arriendo de tierras de cultivo, gener. sagradas τὸ μίσθωμα καὶ τὸ ἐ. κομιζόμενοι SIG 1044.30, cf. 18 (Halicarnaso IV/III a.C.), frec. en Delos οἵδε τῶν ἱερῶν τεμενῶν ἐπὶ τῆς ἡμετέρας ἀρχῆς ἐνηρόσια τεθήκασιν IG 11(2).161A.6 (III a.C.), τῶν ἱερῶν χωρίω[ν ID 314.168 (III a.C.), τόδ] ε ἄλλο ἀργύριον εἰσήκει τῷ θεῷ ἐνηροσίων ID 399A.74 (II a.C.), τὸ πραχθὲν ἐνηροσίων, ἐνοικίω[ν], τελῶν, τόκων ID 442A.48 (II a.C.), cf. γάδασμον· ἐ. Hsch.; cf. tb. ἐναράτιον.
• Etimología: Rel. c. ἄροτος.
Greek Monolingual
ἐνηρόσιον και ἐνειρόσιον, το (Α)
μίσθωμα ή τέλος που πληρωνόταν για άροση ή καλλιέργεια ιερού αγρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εν + αροτός < αρώ «οργώνω»].