ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea
ἡσυχικός, -ή, -όν (Α)αυτός που αγαπά την ησυχία, φιλήσυχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ήσυχος + κατάλ. -ικος (πρβλ. θε-ικός, φιλοσοφ-ικός)].