ισοζυγίζω

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source

Greek Monolingual

και ισοζυγιάζω (Μ ἰσοζυγιάζω)
κάνω δύο πράγματα να έχουν το ίδιο βάρος, ισοσταθμίζω
νεοελλ.
1. έχω το ίδιο βάρος με κάποιον, ισοζυγώ, βρίσκομαι ή θέτω σε ισορροπία, ισοσταθμίζω, ζυγοστατώ
2. ισοφαρίζω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἰσοζυγίζω < ἰσόζυγος, ενώ ο τ. ἰσοζυγιάζω < ἰσοζυγῶ + κατάλ. -ιάζω. Η λ. ἰσοζυγίζω μαρτυρείται από το 1869 στον Σπυρ. Ν. Βασιλειάδη].