ισονομία
From LSJ
οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)
οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)
η (Α ἰσονομία, ιων. τ. ἰσονομίη) ισόνομος
ισότητα πολιτικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, πολιτική ισότητα («ἰσονομία ἐν γυναιξὶ πρὸς ἄνδρας και ἀνδράσι πρὸς γυναῑκας», Πλάτ.)
αρχ.
ίση διανομή, ίσο μερίδιο, αναλογία, ισορροπία.