κακκανῆν

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt

Menander, Monostichoi, 513
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κακκανῆν Medium diacritics: κακκανῆν Low diacritics: κακκανήν Capitals: ΚΑΚΚΑΝΗΝ
Transliteration A: kakkanē̂n Transliteration B: kakkanēn Transliteration C: kakkanin Beta Code: kakkanh=n

English (LSJ)

Lacon. inf., perh.

   A stir up, incite, νέων ψυχάς dub. in Leonidas ap.Plu.Cleom.2, cf. 2.235f (κακάνειν codd.), 959b (κακύνειν codd.).

French (Bailly abrégé)

v. κατακαίνω.

Greek Monolingual

κακκανῆν (Α)
(δωρ. τ. απρμφ.) πιθ. εξάπτω, διεγείρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακκονῆν (με αφομοίωση του τ σε κ) < κατ-ακονῆν με αποκοπή, απρμφ. του ρ. κατ-ακονάω (< κατά + ἀκονάω < ἀκόνη.