ισολογισμός

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source

Greek Monolingual

ο
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ισολογίζω, η καταγραφή και σύγκριση εσόδων και εξόδων
2. συνοπτικός πίνακας που συντάσσεται σύμφωνα με τους κανόνες της λογιστικής και παρουσιάζει τη συνολική περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης ή ενός κράτους με συγκριτική παράθεση τών στοιχείων ενεργητικού και παθητικού (εσόδων και εξόδων).
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. bilancio pareggiamento saldo. Η λ. μαρτυρείται από το 1813 στον Αδ. Κοραή].