εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
Full diacritics: καινοχωρισμός | Medium diacritics: καινοχωρισμός | Low diacritics: καινοχωρισμός | Capitals: ΚΑΙΝΟΧΩΡΙΣΜΟΣ |
Transliteration A: kainochōrismós | Transliteration B: kainochōrismos | Transliteration C: kainochorismos | Beta Code: kainoxwrismo/s |
ὁ,
A renewed execution, συναλλάξεως POxy.1644.19 (i B. C.).
καινοχωρισμός, ὁ (Α)
πάπ. η εκ νέου, η καινούργια κατάθεση, η εκ νέου εκτέλεση («καινοχωρισμὸς συναλλάξεως»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + χωρισμός (< χωρίζω)].