καινοχωρισμός

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινοχωρισμός Medium diacritics: καινοχωρισμός Low diacritics: καινοχωρισμός Capitals: ΚΑΙΝΟΧΩΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: kainochōrismós Transliteration B: kainochōrismos Transliteration C: kainochorismos Beta Code: kainoxwrismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A renewed execution, συναλλάξεως POxy.1644.19 (i B. C.).

Greek Monolingual

καινοχωρισμός, ὁ (Α)
πάπ. η εκ νέου, η καινούργια κατάθεση, η εκ νέου εκτέλεση («καινοχωρισμὸς συναλλάξεως»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + χωρισμός (< χωρίζω)].