ισάδα
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
και ισιάδα, η
1. η ιδιότητα του ίσου, ισότητα, ευθύτητα, ομαλότητα
2. ίσος και ομαλός δρόμος
3. δικαιοσύνη, ειλικρίνεια, τιμιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + παραγ. κατάλ. -άδα (πρβλ. ζαλ-άδα, φρονιμ-άδα)].