καταλυτήριον
From LSJ
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
English (LSJ)
τό,
A = κατάλυμα, Poll.1.73.
German (Pape)
[Seite 1361] τό, = κατάλυμα, Poll. 1, 73.
Greek (Liddell-Scott)
καταλῠτήριον: τό,= κατάλυμα, Πολυδ. Α´, 73.
Greek Monolingual
καταλυτήριον, τὸ (Α) καταλυτήρ
κατάλυμα.