Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καρυδότσουφλο

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut

Menander, Monostichoi, 218

Greek Monolingual

το
1. ο ξυλώδης φλοιός του καρυδιού
2. ο εξωτερικός πράσινος φλοιός τών νωπών καρυδιών
3. πολύ ελαφρό σκάφος που το παρασύρει πολύ εύκολα ο άνεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρύδι + -τσουφλο (< τσόφλι)].