καρυδότσουφλο
From LSJ
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
το
1. ο ξυλώδης φλοιός του καρυδιού
2. ο εξωτερικός πράσινος φλοιός τών νωπών καρυδιών
3. πολύ ελαφρό σκάφος που το παρασύρει πολύ εύκολα ο άνεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρύδι + -τσουφλο (< τσόφλι)].