καρμανιόλα
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Greek Monolingual
η
1. λαιμητόμος, γκιλοτίνα
2. ανώνυμο επαναστατικό άσμα που έψαλλαν οι Γάλλοι κατά τη Γαλλική Επανάσταση συνοδευόμενο από περιστροφικό επαναστατικό χορό
3. ενδυμασία που χρησιμοποιούσε ο λαός στη Γαλλία κατά την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. carmagnole (είδος ενδυμασίας) < ιταλ. τοπωνύμιο Carmagnola].