κατάσσω

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάσσω Medium diacritics: κατάσσω Low diacritics: κατάσσω Capitals: ΚΑΤΑΣΣΩ
Transliteration A: katássō Transliteration B: katassō Transliteration C: katasso Beta Code: kata/ssw

English (LSJ)

later for κατάγνυμι, impf.

   A κατέασσε Aesop.7:—Pass., Apollod.Poliorc.189.6, App.Pun.129, Artem.1.66, PHolm.6.40. [ᾱ by nature, Hdn.Gr.2.109.]

German (Pape)

[Seite 1380] Sp., = κατάγνυμι; Schol. Il. 13, 322; Artemid. 1, 68.

Greek (Liddell-Scott)

κατάσσω: μεταγεν., ἀντὶ τοῦ κατάγνυμι, Ἀππ. Καρχηδ. 129, Ἀρτεμίδ. 1. 68.

Greek Monolingual

κατάσσω (Α)
κατάγνυμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστωτικός τ. του κατάγνυμι σχηματισμένος υποχωρητικά από τον αόρ. κατ-έ-αξ-α κατά το σχήμα -πάτ-αξ-α: πατ-άσσω].