καταμαρτυρώ
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
Greek Monolingual
(AM καταμαρτυρῶ, -έω)
μαρτυρώ εναντίον κάποιου, καταθέτω ενώπιον δικαστικής αρχής σε βάρος κάποιου, καταθέτω δυσμενή μαρτυρία για κάποιον, ενοχοποιώ
αρχ.
1. παθ. καταμαρτυροῡμαι, -έομαι
α) δίδονται μαρτυρίες εις βάρος μου
β) (για μαρτυρία) φέρομαι εναντίον κάποιου
2. βεβαιώνω
3. αστρολ. ασκώ κακή επίδραση σε κάποιον.