θωρακόστρακα

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source

Greek Monolingual

τα
ζωολ. παλαιά ονομασία των οστρακόδερμων, που περιλαμβάνουν είδη, όπως οι καραβίδες, με θωρακικούς δακτυλίους ενωμένους με τον κεφαλοθώρακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thoracostrace < thoraco (πρβλ. θώραξ) + -ostrace (πρβλ. όστρακο)].