καροτσάκι

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source

Greek Monolingual

το
1. χειροκίνητο αμάξι για μεταφορά πραγμάτων
2. το ειδικό αμάξι για τα νήπια και τα βρέφη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρότσ-ι (όταν η υποκορ. σημ. του τελευταίου έπαψε να γίνεται αντιληπτή) + υποκορ. κατάλ. -άκι (πρβλ. παιδ-άκι, σκυλ-άκι)].